- ὑπούλων
- ὕπουλοςextending inwardsmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε … Dictionary of Greek
ραδιούργος — α, ο / ῥᾳδιουργός, όν, ΝΜΑ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ραδιουργεί, δολοπλόκος, μηχανορράφος νεοελλ. (για ηθοποιό) αυτός που έχει ειδικευθεί στην απόδοση ρόλων μοχθηρών και ύπουλων προσώπων αρχ. 1. αυτός που κάνει κάτι με ευκολία, χωρίς να… … Dictionary of Greek
Γληνός, Γεώργιος — (Σμύρνη 1895 – Αθήνα 1966).Ηθοποιός. Αρχικά ασχολήθηκε με το θέατρο στη Σμύρνη, σε ηλικία 22 ετών. Λίγο αργότερα έφτασε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε έως το 1930 βασικό στέλεχος του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη. Το διάστημα 1932 45 υπήρξε ένας από… … Dictionary of Greek